πτήση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πτήση | οι | πτήσεις |
| γενική | της | πτήσης* | των | πτήσεων |
| αιτιατική | την | πτήση | τις | πτήσεις |
| κλητική | πτήση | πτήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, πτήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πτήση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πτῆσις και σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική vol[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈpti.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πτή‐ση
Ουσιαστικό
πτήση θηλυκό
Συγγενικά
- πτητικός
- πτερόν
- πτηνό
- πετούμενο
- πτεροσχιδής
- αναπτερώνω
- πτερύγιο
- πτερωτός
- πτερόεις
- φτερωτός
- φτερό
- πτίλο πούπουλο
- πτιλωτός
- πετάω και πετώ εγώ ή πετώ κάτι
- πετεινός και πετηνός και πετεηνά
Συνώνυμα
Πολυλεκτικοί όροι
Μεταφράσεις
Αναφορές
- πτήση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.