εξομοιωτής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εξομοιωτής οι εξομοιωτές
      γενική του εξομοιωτή των εξομοιωτών
    αιτιατική τον εξομοιωτή τους εξομοιωτές
     κλητική εξομοιωτή εξομοιωτές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εξομοιωτής < εξομοιώνω + -τής ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική simulator)

Ουσιαστικό

εξομοιωτής αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.