εξομοιώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εξομοιώνω < αρχαία ελληνική ἐξομοιόω / ἐξομοιῶ
Ρήμα
εξομοιώνω (παθητική φωνή: εξομοιώνομαι)
Συγγενικά
- εξομοίωση
- εξομοιωτής
- εξομοιωτικά
- εξομοιωτικός
- → δείτε τη λέξη όμοιος
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | εξομοιώνω | εξομοίωνα | θα εξομοιώνω | να εξομοιώνω | εξομοιώνοντας | |
| β' ενικ. | εξομοιώνεις | εξομοίωνες | θα εξομοιώνεις | να εξομοιώνεις | εξομοίωνε | |
| γ' ενικ. | εξομοιώνει | εξομοίωνε | θα εξομοιώνει | να εξομοιώνει | ||
| α' πληθ. | εξομοιώνουμε | εξομοιώναμε | θα εξομοιώνουμε | να εξομοιώνουμε | ||
| β' πληθ. | εξομοιώνετε | εξομοιώνατε | θα εξομοιώνετε | να εξομοιώνετε | εξομοιώνετε | |
| γ' πληθ. | εξομοιώνουν(ε) | εξομοίωναν εξομοιώναν(ε) |
θα εξομοιώνουν(ε) | να εξομοιώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | εξομοίωσα | θα εξομοιώσω | να εξομοιώσω | εξομοιώσει | ||
| β' ενικ. | εξομοίωσες | θα εξομοιώσεις | να εξομοιώσεις | εξομοίωσε | ||
| γ' ενικ. | εξομοίωσε | θα εξομοιώσει | να εξομοιώσει | |||
| α' πληθ. | εξομοιώσαμε | θα εξομοιώσουμε | να εξομοιώσουμε | |||
| β' πληθ. | εξομοιώσατε | θα εξομοιώσετε | να εξομοιώσετε | εξομοιώστε | ||
| γ' πληθ. | εξομοίωσαν εξομοιώσαν(ε) |
θα εξομοιώσουν(ε) | να εξομοιώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω εξομοιώσει | είχα εξομοιώσει | θα έχω εξομοιώσει | να έχω εξομοιώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις εξομοιώσει | είχες εξομοιώσει | θα έχεις εξομοιώσει | να έχεις εξομοιώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει εξομοιώσει | είχε εξομοιώσει | θα έχει εξομοιώσει | να έχει εξομοιώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε εξομοιώσει | είχαμε εξομοιώσει | θα έχουμε εξομοιώσει | να έχουμε εξομοιώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε εξομοιώσει | είχατε εξομοιώσει | θα έχετε εξομοιώσει | να έχετε εξομοιώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν εξομοιώσει | είχαν εξομοιώσει | θα έχουν εξομοιώσει | να έχουν εξομοιώσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.