προσομοίωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | προσομοίωση | οι | προσομοιώσεις |
| γενική | της | προσομοίωσης* | των | προσομοιώσεων |
| αιτιατική | την | προσομοίωση | τις | προσομοιώσεις |
| κλητική | προσομοίωση | προσομοιώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, προσομοιώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- προσομοίωση < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /pɾo.soˈmi.o.si/
Ουσιαστικό
προσομοίωση θηλυκό
Συνώνυμα
Συγγενικά
Μεταφράσεις
προσομοίωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.