εξομοιώσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

εξομοιώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εξομοιώνω
  2. θα εξομοιώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εξομοιώνω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

εξομοιώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εξομοίωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.