εξιχνιασμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξιχνιασμένος η εξιχνιασμένη το εξιχνιασμένο
      γενική του εξιχνιασμένου της εξιχνιασμένης του εξιχνιασμένου
    αιτιατική τον εξιχνιασμένο την εξιχνιασμένη το εξιχνιασμένο
     κλητική εξιχνιασμένε εξιχνιασμένη εξιχνιασμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξιχνιασμένοι οι εξιχνιασμένες τα εξιχνιασμένα
      γενική των εξιχνιασμένων των εξιχνιασμένων των εξιχνιασμένων
    αιτιατική τους εξιχνιασμένους τις εξιχνιασμένες τα εξιχνιασμένα
     κλητική εξιχνιασμένοι εξιχνιασμένες εξιχνιασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εξιχνιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εξιχνιάζω

Μετοχή

εξιχνιασμένος, -η, -ο

 δείτε τη λέξη εξιχνιάζω

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.