εξιχνιασμένων
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος μετοχής
εξιχνιασμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του εξιχνιασμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του εξιχνιασμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του εξιχνιασμένος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.