εξευγενίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εξευγενίζω < ελληνιστική κοινή ἐξευγενίζω < εὐγενίζω < αρχαία ελληνική εὐγενής ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική ennoblir)[1]
Ρήμα
εξευγενίζω
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | εξευγενίζω | εξευγένιζα | θα εξευγενίζω | να εξευγενίζω | εξευγενίζοντας | |
| β' ενικ. | εξευγενίζεις | εξευγένιζες | θα εξευγενίζεις | να εξευγενίζεις | εξευγένιζε | |
| γ' ενικ. | εξευγενίζει | εξευγένιζε | θα εξευγενίζει | να εξευγενίζει | ||
| α' πληθ. | εξευγενίζουμε | εξευγενίζαμε | θα εξευγενίζουμε | να εξευγενίζουμε | ||
| β' πληθ. | εξευγενίζετε | εξευγενίζατε | θα εξευγενίζετε | να εξευγενίζετε | εξευγενίζετε | |
| γ' πληθ. | εξευγενίζουν(ε) | εξευγένιζαν εξευγενίζαν(ε) |
θα εξευγενίζουν(ε) | να εξευγενίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | εξευγένισα | θα εξευγενίσω | να εξευγενίσω | εξευγενίσει | ||
| β' ενικ. | εξευγένισες | θα εξευγενίσεις | να εξευγενίσεις | εξευγένισε | ||
| γ' ενικ. | εξευγένισε | θα εξευγενίσει | να εξευγενίσει | |||
| α' πληθ. | εξευγενίσαμε | θα εξευγενίσουμε | να εξευγενίσουμε | |||
| β' πληθ. | εξευγενίσατε | θα εξευγενίσετε | να εξευγενίσετε | εξευγενίστε | ||
| γ' πληθ. | εξευγένισαν εξευγενίσαν(ε) |
θα εξευγενίσουν(ε) | να εξευγενίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω εξευγενίσει | είχα εξευγενίσει | θα έχω εξευγενίσει | να έχω εξευγενίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις εξευγενίσει | είχες εξευγενίσει | θα έχεις εξευγενίσει | να έχεις εξευγενίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει εξευγενίσει | είχε εξευγενίσει | θα έχει εξευγενίσει | να έχει εξευγενίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε εξευγενίσει | είχαμε εξευγενίσει | θα έχουμε εξευγενίσει | να έχουμε εξευγενίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε εξευγενίσει | είχατε εξευγενίσει | θα έχετε εξευγενίσει | να έχετε εξευγενίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν εξευγενίσει | είχαν εξευγενίσει | θα έχουν εξευγενίσει | να έχουν εξευγενίσει |
| |
Αναφορές
- εξευγενίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.