εξελληνισθείς
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εξελληνισθείς & εξελληνισθέντας |
η | εξελληνισθείσα | το | εξελληνισθέν |
| γενική | του | εξελληνισθέντος & εξελληνισθέντα |
της | εξελληνισθείσας & εξελληνισθείσης* |
του | εξελληνισθέντος |
| αιτιατική | τον | εξελληνισθέντα | την | εξελληνισθείσα | το | εξελληνισθέν |
| κλητική | εξελληνισθείς & εξελληνισθέντα |
εξελληνισθείσα | εξελληνισθέν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εξελληνισθέντες | οι | εξελληνισθείσες | τα | εξελληνισθέντα |
| γενική | των | εξελληνισθέντων | των | εξελληνισθεισών | των | εξελληνισθέντων |
| αιτιατική | τους | εξελληνισθέντες | τις | εξελληνισθείσες | τα | εξελληνισθέντα |
| κλητική | εξελληνισθέντες | εξελληνισθείσες | εξελληνισθέντα | |||
| Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -είς -εῖσα, -έν Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
| ομάδα 'πληγείς', Κατηγορία όπως «πληγείς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εξελληνισθείς < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος εξελληνίζω
Μεταφράσεις
εξελληνισθείς
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.