εξελιγμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξελιγμένος η εξελιγμένη το εξελιγμένο
      γενική του εξελιγμένου της εξελιγμένης του εξελιγμένου
    αιτιατική τον εξελιγμένο την εξελιγμένη το εξελιγμένο
     κλητική εξελιγμένε εξελιγμένη εξελιγμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξελιγμένοι οι εξελιγμένες τα εξελιγμένα
      γενική των εξελιγμένων των εξελιγμένων των εξελιγμένων
    αιτιατική τους εξελιγμένους τις εξελιγμένες τα εξελιγμένα
     κλητική εξελιγμένοι εξελιγμένες εξελιγμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εξελιγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εξελίσσω, εξελίσσομαι

Μετοχή

εξελιγμένος, -η, -ο

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.