εξελίσσω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εξελίσσω < αρχαία ελληνική ἐξελίσσω

Ρήμα

εξελίσσω , πρτ.: εξέλισσα, στ.μέλλ.: θα εξελίξω, αόρ.: εξέλιξα, παθ.φωνή: εξελίσσομαι, μτχ.π.π.: εξελιγμένος

  1. θέτω κάτι ή κάποιον σε διαδικασία εξέλιξης
  2. βελτιώνω κάτι ή κάποιον

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.