εξελίσσω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εξελίσσω < αρχαία ελληνική ἐξελίσσω
Ρήμα
εξελίσσω , πρτ.: εξέλισσα, στ.μέλλ.: θα εξελίξω, αόρ.: εξέλιξα, παθ.φωνή: εξελίσσομαι, μτχ.π.π.: εξελιγμένος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.