εξειδικεύομαι

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /e.ksi.ðiˈce.vo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εξειδικεύομαι
παλιότερος συλλαβισμός: εξειδικεύομαι
ομόηχο: εξειδικεύομε

Ρήμα

εξειδικεύομαι, π.αόρ.: εξειδικεύτηκα, μτχ.π.π.: εξειδικευμένος, (ενεργ.: εξειδικεύω)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.