εξεγείρω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εξεγείρω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐξεγείρω (ξεσηκώνω απ' τον ύπνο,[1] εξοργίζω, ξεσηκώνω) < ἐκ > ἐξ + ἐγείρω[2]
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.kseˈʝi.ɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐ξε‐γεί‐ρω
- παλιότερος συλλαβισμός : εξ‐ε‐γεί‐ρω
Ρήμα
εξεγείρω, πρτ.: εξήγειρα, αόρ.: εξήγειρα, παθ.φωνή: εξεγείρομαι, π.αόρ.: εξεγέρθηκα, μτχ.π.π.: εξεγερμένος
- κάνω κάποιον να επαναστατήσει, να ξεσηκωθεί με την άσχημη ή καταπιεστική συμπεριφορά μου
- παρακινώ κάποιον να επαναστατήσει, να ξεσηκωθεί
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Αναφορές
- εξεγείρω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.