εξαντλητικότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εξαντλητικότητα οι εξαντλητικότητες
      γενική της εξαντλητικότητας των εξαντλητικοτήτων
    αιτιατική την εξαντλητικότητα τις εξαντλητικότητες
     κλητική εξαντλητικότητα εξαντλητικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εξαντλητικότητα < εξαντλητικός + -ότητα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική exhaustiveness)

Ουσιαστικό

εξαντλητικότητα θηλυκό

  • (σπάνιο) (λόγιο) η ιδιότητα του εξαντλητικού
      Ειδικότερα για τα ηλεκτρονικά λεξικά, όπου δεν υπάρχει πρόβλημα χώρου και η εξαντλητικότητα αποτελεί ένα από τα χαρακτηριστικά τους, η απαίτηση για πληρότητα θέτει το πρόβλημα των ορίων αποδοχής μορφολογικά υπαρκτών αλλά χρηστικά λόγιων ή λαϊκότροπων λέξεων. (*)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.