ανδραποδισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ανδραποδισμός οι ανδραποδισμοί
      γενική του ανδραποδισμού των ανδραποδισμών
    αιτιατική τον ανδραποδισμό τους ανδραποδισμούς
     κλητική ανδραποδισμέ ανδραποδισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ανδραποδισμός < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

ανδραποδισμός αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.