εξαναγκασμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εξαναγκασμένος | η | εξαναγκασμένη | το | εξαναγκασμένο |
| γενική | του | εξαναγκασμένου | της | εξαναγκασμένης | του | εξαναγκασμένου |
| αιτιατική | τον | εξαναγκασμένο | την | εξαναγκασμένη | το | εξαναγκασμένο |
| κλητική | εξαναγκασμένε | εξαναγκασμένη | εξαναγκασμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εξαναγκασμένοι | οι | εξαναγκασμένες | τα | εξαναγκασμένα |
| γενική | των | εξαναγκασμένων | των | εξαναγκασμένων | των | εξαναγκασμένων |
| αιτιατική | τους | εξαναγκασμένους | τις | εξαναγκασμένες | τα | εξαναγκασμένα |
| κλητική | εξαναγκασμένοι | εξαναγκασμένες | εξαναγκασμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εξαναγκασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εξαναγκάζω, εξαναγκάζομαι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.