εξαγοράζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εξαγοράζω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐξαγοράζω < ἐξ + ἀγοράζω (εξ- + αγοράζω)

Προφορά

ΔΦΑ : /e.ksa.ɣoˈɾa.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εξαγοράζω
παλιότερος συλλαβισμός: εξαγοράζω

Ρήμα

εξαγοράζω, αόρ.: εξαγόρασα, παθ.φωνή: εξαγοράζομαι, μτχ.π.π.: εξαγορασμένος

  1. πληρώνω τα ανάλογα χρήματα για να μην εκτίσω μια ποινή ή τη στρατιωτική θητεία ή για να αγοράσω συντάξιμα ένσημα
  2. (μεταφορικά) πετυχαίνω κάτι με κάποιο αντάλλαγμα ή θυσία
  3. (μεταφορικά εξασφαλίζω κάτι με δωροδοκία
    Αυτή τη φορά δεν θα εξαγοράσουν την ψήφο του λαού με ψεύτικες παροχές.

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.