εξαΰλωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εξαΰλωση | οι | εξαϋλώσεις |
| γενική | της | εξαΰλωσης* | των | εξαϋλώσεων |
| αιτιατική | την | εξαΰλωση | τις | εξαϋλώσεις |
| κλητική | εξαΰλωση | εξαϋλώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, εξαϋλώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εξαΰλωση < (καθαρεύουσα) εξαΰλωσις < εξαϋλώνω + -σις < άυλος < (ελληνιστική κοινή) ἄϋλος < αρχαία ελληνική ὕλη
Ουσιαστικό
εξαΰλωση θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού εξαϋλώνω
- η μετατροπή κάποιου σε άυλο, η αφαίρεση της υλικότητας
- (φυσική) η μετατροπή της ύλης σε ενέργεια
- (μεταφορικά) εξαφάνιση, αφαίρεση
- Με την εξαΰλωση των συντάξεων και των εφάπαξ στον ιδιωτικό και το δημόσιο τομέα, η κυβέρνηση επιβάλλει αναγκαστικό εσωτερικό δανεισμό για την ανακεφαλαιοποίηση των ασφαλιστικών ταμείων. (*)
- (μεταφορικά) η εξιδανίκευση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.