υλικότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υλικότητα οι υλικότητες
      γενική της υλικότητας των υλικοτήτων
    αιτιατική την υλικότητα τις υλικότητες
     κλητική υλικότητα υλικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υλικότητα < υλικ(ός) + -ότητα

Προφορά

ΔΦΑ : /i.liˈko.ti.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υλικότητα

Ουσιαστικό

υλικότητα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.