εξάχνωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εξάχνωση οι εξαχνώσεις
      γενική της εξάχνωσης* των εξαχνώσεων
    αιτιατική την εξάχνωση τις εξαχνώσεις
     κλητική εξάχνωση εξαχνώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εξαχνώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εξάχνωση < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

εξάχνωση θηλυκό

  • (φυσική, λαϊκότροπο) η μετατροπή ενός στερεού σε αέριο χωρίς να μεσολαβήσει η υγρή κατάσταση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.