εξιδανίκευση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εξιδανίκευση οι εξιδανικεύσεις
      γενική της εξιδανίκευσης* των εξιδανικεύσεων
    αιτιατική την εξιδανίκευση τις εξιδανικεύσεις
     κλητική εξιδανίκευση εξιδανικεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εξιδανικεύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εξιδανίκευση < εξιδανικεύω + -ση

Ουσιαστικό

εξιδανίκευση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.