ενόργανος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ενόργανος | η | ενόργανη | το | ενόργανο |
| γενική | του | ενόργανου | της | ενόργανης | του | ενόργανου |
| αιτιατική | τον | ενόργανο | την | ενόργανη | το | ενόργανο |
| κλητική | ενόργανε | ενόργανη | ενόργανο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ενόργανοι | οι | ενόργανες | τα | ενόργανα |
| γενική | των | ενόργανων | των | ενόργανων | των | ενόργανων |
| αιτιατική | τους | ενόργανους | τις | ενόργανες | τα | ενόργανα |
| κλητική | ενόργανοι | ενόργανες | ενόργανα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ενόργανος < εν- + όργανο + -ος ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική instrumental)
Επίθετο
ενόργανος
- που γίνεται, πραγματοποιείται ή εκτελείται με όργανα
- ※ Όταν ακούμε την έκφραση «το τέλειο δεκάρι» στην ενόργανη γυμναστική, αμέσως το μυαλό μας πηγαίνει στη Νάντια Κομανέτσι. Και όμως η μικρόσωμη Ρουμάνα δεν είναι η μόνη που το έχει πετύχει. (εφ. καθημερινή, 11/5/2013)
- ※ Η «Βασίλισσα των ξωτικών» ανήκει στην κατηγορία της ημι-όπερας (semi-opera), η οποία αναπτύχθηκε στην Αγγλία περί τα τέλη του 17ου ως τις αρχές του 18ου αιώνα. Πρόκειται για σκηνικό είδος στο οποίο συνδυάζεται η πρόζα με ενόργανη μουσική, τραγούδια και εντυπωσιακά σκηνικά και κοστούμια. (εφ. Το Βήμα, 13/4/2018)
- (παρωχημένο) άλλη μορφή του οργανικός
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη όργανο
Μεταφράσεις
ενόργανος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.