ενυπογράφως

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ενυπογράφως < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἐνυπογράφως < μεσαιωνική ελληνική ἐνυπόγραφος. Συγχρονικά αναλύεται σε ενυπόγραφ(ος) + -ως.

Επίρρημα

ενυπογράφως

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.