εντομοβριθής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εντομοβριθής η εντομοβριθής το εντομοβριθές
      γενική του εντομοβριθούς* της εντομοβριθούς του εντομοβριθούς
    αιτιατική τον εντομοβριθή την εντομοβριθή το εντομοβριθές
     κλητική εντομοβριθή(ς) εντομοβριθής εντομοβριθές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εντομοβριθείς οι εντομοβριθείς τα εντομοβριθή
      γενική των εντομοβριθών των εντομοβριθών των εντομοβριθών
    αιτιατική τους εντομοβριθείς τις εντομοβριθείς τα εντομοβριθή
     κλητική εντομοβριθείς εντομοβριθείς εντομοβριθή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εντομοβριθής < έντομο + -ο- + -βριθής < αρχαία ελληνική ἔντομον + βρίθω

Επίθετο

εντομοβριθής

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.