βρίθω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

βρίθω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική βρίθω

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈvɾi.θo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βρίθω

Ρήμα

βρίθω (μόνο στο ενεστωτικό θέμα) + γενική ή + από & αιτιατική) (χωρίς παθητική φωνή)

Συνώνυμα

Συγγενικά

 ετυμολογικό πεδίο 
βριθ- 
  • -βριθής Κατηγορία:Λέξεις με επίθημα -βριθής (νέα ελληνικά)

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Μεταφράσεις

Πηγές


Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

βρίθω < θέμα βρῑ- (βριαρός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʷreh₂- (βαρύς)[1]

Ρήμα

βρίθω (χωρίς μεσοπαθητική φωνή)

  1. είμαι γεμάτος
  2. βαρύνω, φορτώνομαι
  3. υπερισχύω, νικώ

Συγγενικά

 ετυμολογικό πεδίο 
βριθ- 
  • -βριθής Κατηγορία:Λέξεις με επίθημα -βριθής (αρχαία ελληνικά)
  • ἀβριθής
  • ἀλκιμόβριθος
  • ἀντιβρίθω
  • βρῖθος
  • βριθοσύνη
  • Βριθοσύνη
  • βριθύκερως
  • βριθύνοος
  • βριθύς
  • διαβρίθει
  • ἐμβρίθεια
  • ἐμβρίθημα
  • ἐμβριθής
  • ἐμβρίθω
  • ἐπεμβρίθω
  • ἐπιβριθής
  • ἐπιβρίθω
  • ἐριβριθής
  • εὐβριθής
  • καταβρίθω
  • ὀπισθοβριθής
  • περιβρίθω
  • πυριβριθής
  • σαυροβριθής
  • σιδηροβριθής
  • στενοβριθής
  • στερνοβριθής
  • ὑπερβριθής

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.