εντερόλιθος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εντερόλιθος οι εντερόλιθοι
      γενική του εντερόλιθου
& εντερολίθου
των εντερόλιθων
& εντερολίθων
    αιτιατική τον εντερόλιθο τους εντερόλιθους
& εντερολίθους
     κλητική εντερόλιθε εντερόλιθοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εντερόλιθος < έντερο + -ο- + λίθος

Ουσιαστικό

εντερόλιθος αρσενικό

  1. (λόγιο) (παρωχημένο) σβώλος που σχηματίζεται στο πεπτικό σύστημα φυτοφάγου ζώου (αίγαγρου) και έχει δημιουργηθεί από την τροφή, διάφορες τρίχες καθώς και τα πεπτικά υγρά
  2. (λόγιο) (παρωχημένο) (κατ’ επέκταση) αντίδοτο

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.