αίγαγρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αίγαγρος | οι | αίγαγροι |
| γενική | του | αίγαγρου & αιγάγρου |
των | αίγαγρων & αιγάγρων |
| αιτιατική | τον | αίγαγρο | τους | αίγαγρους & αιγάγρους |
| κλητική | αίγαγρε | αίγαγροι | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
.jpg.webp)
σκίτσο αίγαγρου
Ετυμολογία
- αίγαγρος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή αἴγαγρος, → δείτε τις λέξεις αίγα και αγρός
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈe.ɣa.ɣɾos/
Συνώνυμα
-
αίγαγρος στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.