εντεινόμενος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εντεινόμενος | η | εντεινόμενη | το | εντεινόμενο |
| γενική | του | εντεινόμενου | της | εντεινόμενης | του | εντεινόμενου |
| αιτιατική | τον | εντεινόμενο | την | εντεινόμενη | το | εντεινόμενο |
| κλητική | εντεινόμενε | εντεινόμενη | εντεινόμενο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εντεινόμενοι | οι | εντεινόμενες | τα | εντεινόμενα |
| γενική | των | εντεινόμενων | των | εντεινόμενων | των | εντεινόμενων |
| αιτιατική | τους | εντεινόμενους | τις | εντεινόμενες | τα | εντεινόμενα |
| κλητική | εντεινόμενοι | εντεινόμενες | εντεινόμενα | |||
| ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μετοχή
εντεινόμενος, -η, -ο
- που εντείνεται, γίνεται πιο έντονος
- οι εντεινόμενες προσπάθειες / ανησυχίες / πιέσεις
Συγγενικά
Μεταφράσεις
εντεινόμενος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.