εντατικοποίηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εντατικοποίηση οι εντατικοποιήσεις
      γενική της εντατικοποίησης* των εντατικοποιήσεων
    αιτιατική την εντατικοποίηση τις εντατικοποιήσεις
     κλητική εντατικοποίηση εντατικοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εντατικοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εντατικοποίηση < εντατικοποιώ + -ση

Ουσιαστικό

εντατικοποίηση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.