εντονότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εντονότητα οι εντονότητες
      γενική της εντονότητας των εντονοτήτων
    αιτιατική την εντονότητα τις εντονότητες
     κλητική εντονότητα εντονότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εντονότητα < έντονος + -ότητα

Ουσιαστικό

εντονότητα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.