προένταση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | προένταση | οι | προεντάσεις |
| γενική | της | προέντασης* | των | προεντάσεων |
| αιτιατική | την | προένταση | τις | προεντάσεις |
| κλητική | προένταση | προεντάσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, προεντάσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- προένταση < προεντείνω + -ση < ελληνιστική κοινή προεντείνω
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις προεντείνω, προ, εντείνω, εν και τείνω
Μεταφράσεις
προένταση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.