ενταφιασμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ενταφιασμένος η ενταφιασμένη το ενταφιασμένο
      γενική του ενταφιασμένου της ενταφιασμένης του ενταφιασμένου
    αιτιατική τον ενταφιασμένο την ενταφιασμένη το ενταφιασμένο
     κλητική ενταφιασμένε ενταφιασμένη ενταφιασμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ενταφιασμένοι οι ενταφιασμένες τα ενταφιασμένα
      γενική των ενταφιασμένων των ενταφιασμένων των ενταφιασμένων
    αιτιατική τους ενταφιασμένους τις ενταφιασμένες τα ενταφιασμένα
     κλητική ενταφιασμένοι ενταφιασμένες ενταφιασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ενταφιασμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου ενταφιάζω

Μετοχή

ενταφιασμένος, -η, -ο

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.