ενταφιάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ενταφιάζω < ελληνιστική κοινή ἐνταφιάζω < αρχαία ελληνική τάφος
Προφορά
- ΔΦΑ : /en.da.fiˈa.zo/
Ρήμα
ενταφιάζω (παθητική φωνή: ενταφιάζομαι)
- (κυριολεκτικά) τοποθετώ σε τάφο
- (μεταφορικά) τοποθετώ σε χώμα, μέσα στη γη
- (μεταφορικά) διαψεύδω, καταστρέφω
Συγγενικά
- ανενταφίαστος
- ενταφίαση
- ενταφιασμένος
- ενταφιασμός
- ενταφιαστής
- → δείτε τις λέξεις εν και τάφος
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ενταφιάζω | ενταφίαζα | θα ενταφιάζω | να ενταφιάζω | ενταφιάζοντας | |
| β' ενικ. | ενταφιάζεις | ενταφίαζες | θα ενταφιάζεις | να ενταφιάζεις | ενταφίαζε | |
| γ' ενικ. | ενταφιάζει | ενταφίαζε | θα ενταφιάζει | να ενταφιάζει | ||
| α' πληθ. | ενταφιάζουμε | ενταφιάζαμε | θα ενταφιάζουμε | να ενταφιάζουμε | ||
| β' πληθ. | ενταφιάζετε | ενταφιάζατε | θα ενταφιάζετε | να ενταφιάζετε | ενταφιάζετε | |
| γ' πληθ. | ενταφιάζουν(ε) | ενταφίαζαν ενταφιάζαν(ε) |
θα ενταφιάζουν(ε) | να ενταφιάζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ενταφίασα | θα ενταφιάσω | να ενταφιάσω | ενταφιάσει | ||
| β' ενικ. | ενταφίασες | θα ενταφιάσεις | να ενταφιάσεις | ενταφίασε | ||
| γ' ενικ. | ενταφίασε | θα ενταφιάσει | να ενταφιάσει | |||
| α' πληθ. | ενταφιάσαμε | θα ενταφιάσουμε | να ενταφιάσουμε | |||
| β' πληθ. | ενταφιάσατε | θα ενταφιάσετε | να ενταφιάσετε | ενταφιάστε | ||
| γ' πληθ. | ενταφίασαν ενταφιάσαν(ε) |
θα ενταφιάσουν(ε) | να ενταφιάσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ενταφιάσει | είχα ενταφιάσει | θα έχω ενταφιάσει | να έχω ενταφιάσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ενταφιάσει | είχες ενταφιάσει | θα έχεις ενταφιάσει | να έχεις ενταφιάσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ενταφιάσει | είχε ενταφιάσει | θα έχει ενταφιάσει | να έχει ενταφιάσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ενταφιάσει | είχαμε ενταφιάσει | θα έχουμε ενταφιάσει | να έχουμε ενταφιάσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ενταφιάσει | είχατε ενταφιάσει | θα έχετε ενταφιάσει | να έχετε ενταφιάσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ενταφιάσει | είχαν ενταφιάσει | θα έχουν ενταφιάσει | να έχουν ενταφιάσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.