ενταλτήριο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ενταλτήριο τα ενταλτήρια
      γενική του ενταλτήριου
& ενταλτηρίου
των ενταλτήριων
& ενταλτηρίων
    αιτιατική το ενταλτήριο τα ενταλτήρια
     κλητική ενταλτήριο ενταλτήρια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ενταλτήριο < ένταλμα + -τήριο ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική mandat)

Ουσιαστικό

ενταλτήριο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.