παραγγέλλω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

παραγγέλλω < αρχαία ελληνική παραγγέλλω < παρά + ἀγγέλλω < ἄγγελος

Ρήμα

παραγγέλλω

  1. δηλώνω τη θέλησή μου ή την επιθυμία μου, προκειμένου να πραγματοποιηθεί
  2. διαβιβάζω παραγγελία
  3. διατάζω, δίνω εντολή

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.