ενσυναίσθητος

Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια,
ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης.

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ενσυναίσθητος η ενσυναίσθητη το ενσυναίσθητο
      γενική του ενσυναίσθητου της ενσυναίσθητης του ενσυναίσθητου
    αιτιατική τον ενσυναίσθητο την ενσυναίσθητη το ενσυναίσθητο
     κλητική ενσυναίσθητε ενσυναίσθητη ενσυναίσθητο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ενσυναίσθητοι οι ενσυναίσθητες τα ενσυναίσθητα
      γενική των ενσυναίσθητων των ενσυναίσθητων των ενσυναίσθητων
    αιτιατική τους ενσυναίσθητους τις ενσυναίσθητες τα ενσυναίσθητα
     κλητική ενσυναίσθητοι ενσυναίσθητες ενσυναίσθητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία el

ενσυναίσθητος < ενσυναίσθηση + -ος < εν-/ενδο- (εσωτερικά) + συν- + αίσθηση/αισθάνομαι

Επίθετο

  1. που έχει συναίσθηση
  2. ο συμπάσχων συναισθηματικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.