συμπάσχων
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | συμπάσχων & συμπάσχοντας |
η | συμπάσχουσα | το | συμπάσχον |
| γενική | του | συμπάσχοντος & συμπάσχοντα |
της | συμπάσχουσας & συμπασχούσης* |
του | συμπάσχοντος |
| αιτιατική | τον | συμπάσχοντα | τη | συμπάσχουσα | το | συμπάσχον |
| κλητική | συμπάσχων & συμπάσχοντα |
συμπάσχουσα | συμπάσχον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | συμπάσχοντες | οι | συμπάσχουσες | τα | συμπάσχοντα |
| γενική | των | συμπασχόντων | των | συμπασχουσών | των | συμπασχόντων |
| αιτιατική | τους | συμπάσχοντες | τις | συμπάσχουσες | τα | συμπάσχοντα |
| κλητική | συμπάσχοντες | συμπάσχουσες | συμπάσχοντα | |||
| Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
| ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «τρέχων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
- συμπάσχοντας
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ ζητούμενο λήμμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.