ενστιγματικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ενστιγματικός | η | ενστιγματική | το | ενστιγματικό |
| γενική | του | ενστιγματικού | της | ενστιγματικής | του | ενστιγματικού |
| αιτιατική | τον | ενστιγματικό | την | ενστιγματική | το | ενστιγματικό |
| κλητική | ενστιγματικέ | ενστιγματική | ενστιγματικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ενστιγματικοί | οι | ενστιγματικές | τα | ενστιγματικά |
| γενική | των | ενστιγματικών | των | ενστιγματικών | των | ενστιγματικών |
| αιτιατική | τους | ενστιγματικούς | τις | ενστιγματικές | τα | ενστιγματικά |
| κλητική | ενστιγματικοί | ενστιγματικές | ενστιγματικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ενστιγματικός < εν- + στίγμα + -ικός ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική instinctif)
Μεταφράσεις
ενστιγματικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.