μέμφομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μέμφομαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μέμφομαι

Ρήμα

μέμφομαι, π.αόρ.: μέμφθηκα (αποθετικό ρήμα)

  • αποδίδω μια μομφή, κατηγορώ κάποιον για κάτι άσχημο, ανήθικο, απαράδεκτο που έκανε

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ρήμα

μέμφομαι (αποθετικό ρήμα)

  1. κατηγορώ
  2. παραπονιέμαι

Συγγενικά

Σύνθετα

  • μεμψίμοιρος
  • ἀντιμέμφομαι
  • ἀπομέμφομαι
  • διαμέμφομαι
  • ἐπιμέμφομαι
  • καταμέμφομαι
  • προσμέμφομαι
  • ὑπομέμφομαι

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.