μέμφομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μέμφομαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μέμφομαι
Ρήμα
μέμφομαι, π.αόρ.: μέμφθηκα (αποθετικό ρήμα)
Σύνθετα
Αρχαία ελληνικά (grc)
Σύνθετα
- μεμψίμοιρος
- ἀντιμέμφομαι
- ἀπομέμφομαι
- διαμέμφομαι
- ἐπιμέμφομαι
- καταμέμφομαι
- προσμέμφομαι
- ὑπομέμφομαι
Πηγές
- μέμφομαι - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- μέμφομαι - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μέμφομαι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.