Schuld
Γερμανικά (de)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
| ονομαστική | die | Schuld | die | Schulden |
| γενική | der | Schuld | der | Schulden |
| δοτική | der | Schuld | den | Schulden |
| αιτιατική | die | Schuld | die | Schulden |
Προφορά
- ⓘ
Ουσιαστικό
Schuld (de) θηλυκό
- (μόνο στον ενικό) το λάθος, το φταίξιμο
- Gib nicht mir die Schuld! - Μην ρίχνεις το φταίξιμο σε μένα!
- (μόνο στον ενικό) η ενοχή, η υπαιτιότητα (νομικός όρος)
- Der Staatsanwalt muss bei Gericht die Schuld des Angeklagten beweisen - Ο εισαγγελέας πρέπει να αποδείξει στο δικαστήριο την ενοχή του κατηγορουμένου.
- (συχνά στον πληθυντικό) το χρέος, τα χρέη
Συγγενικά
- schuld
- schuldig
- schulden
- entschuldigen
- Schuldner
Σύνθετα
- Schuldgefühl
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.