ενοικιασμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ενοικιασμένος | η | ενοικιασμένη | το | ενοικιασμένο |
| γενική | του | ενοικιασμένου | της | ενοικιασμένης | του | ενοικιασμένου |
| αιτιατική | τον | ενοικιασμένο | την | ενοικιασμένη | το | ενοικιασμένο |
| κλητική | ενοικιασμένε | ενοικιασμένη | ενοικιασμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ενοικιασμένοι | οι | ενοικιασμένες | τα | ενοικιασμένα |
| γενική | των | ενοικιασμένων | των | ενοικιασμένων | των | ενοικιασμένων |
| αιτιατική | τους | ενοικιασμένους | τις | ενοικιασμένες | τα | ενοικιασμένα |
| κλητική | ενοικιασμένοι | ενοικιασμένες | ενοικιασμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ενοικιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ενοικιάζω , ενοικιάζομαι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.