τσεπώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

τσεπώνω < τσέπη

Ρήμα

τσεπώνω

τσέπωσε τους παράδες
(μεταβατικό) τσέπωσε τους παράδες κι έφυγε
(αμετάβατο) ήρθε, τσέπωσε και έφυγε
τσέπωσε τις επιδοτήσεις κι εξαφανίστηκε
 συνώνυμα: βάζω στην τσέπη

Εκφράσεις

Συγγενικά

 δείτε τη λέξη  τσέπη

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.