ενεργούμενος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ενεργούμενος | η | ενεργούμενη | το | ενεργούμενο |
| γενική | του | ενεργούμενου | της | ενεργούμενης | του | ενεργούμενου |
| αιτιατική | τον | ενεργούμενο | την | ενεργούμενη | το | ενεργούμενο |
| κλητική | ενεργούμενε | ενεργούμενη | ενεργούμενο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ενεργούμενοι | οι | ενεργούμενες | τα | ενεργούμενα |
| γενική | των | ενεργούμενων | των | ενεργούμενων | των | ενεργούμενων |
| αιτιατική | τους | ενεργούμενους | τις | ενεργούμενες | τα | ενεργούμενα |
| κλητική | ενεργούμενοι | ενεργούμενες | ενεργούμενα | |||
| ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ενεργούμενος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐνεργούμενος, μετοχή μεσοπαθητικού ενεστώτα του αρχαίου ρήματος ἐνεργέω / ἐνεργῶ.
Μετοχή
ενεργούμενος, -η, -ο
- (λόγιο) μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος ενεργώ
- ↪ ο υπό των αρμοδίων οργάνων ενεργούμενος έλεγχος
- (παρωχημένο) → δείτε τη σημασία του ουδέτρου ενεργούμενο
Συγγενικά
Σύνθετα
- διενεργούμενος
Μεταφράσεις
ενεργούμενος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.