ενδομυϊκός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ενδομυϊκός η ενδομυϊκή το ενδομυϊκό
      γενική του ενδομυϊκού της ενδομυϊκής του ενδομυϊκού
    αιτιατική τον ενδομυϊκό την ενδομυϊκή το ενδομυϊκό
     κλητική ενδομυϊκέ ενδομυϊκή ενδομυϊκό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ενδομυϊκοί οι ενδομυϊκές τα ενδομυϊκά
      γενική των ενδομυϊκών των ενδομυϊκών των ενδομυϊκών
    αιτιατική τους ενδομυϊκούς τις ενδομυϊκές τα ενδομυϊκά
     κλητική ενδομυϊκοί ενδομυϊκές ενδομυϊκά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ενδομυϊκός < ενδο- + μυϊκός ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική intramusculaire)

Επίθετο

ενδομυϊκός

  • (ανατομία) (ιατρική) που βρίσκεται ή γίνεται μέσα στους μυςανάμεσα στους μυς)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.