εναποθηκευμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εναποθηκευμένος η εναποθηκευμένη το εναποθηκευμένο
      γενική του εναποθηκευμένου της εναποθηκευμένης του εναποθηκευμένου
    αιτιατική τον εναποθηκευμένο την εναποθηκευμένη το εναποθηκευμένο
     κλητική εναποθηκευμένε εναποθηκευμένη εναποθηκευμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εναποθηκευμένοι οι εναποθηκευμένες τα εναποθηκευμένα
      γενική των εναποθηκευμένων των εναποθηκευμένων των εναποθηκευμένων
    αιτιατική τους εναποθηκευμένους τις εναποθηκευμένες τα εναποθηκευμένα
     κλητική εναποθηκευμένοι εναποθηκευμένες εναποθηκευμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εναποθηκευμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εναποθηκεύω

Μετοχή

εναποθηκευμένος, -η, -ο

 δείτε τη λέξη εναποθηκεύω

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.