εναέρια κυκλοφορία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εναέρια κυκλοφορία | ||
| γενική | της | εναέριας κυκλοφορίας | ||
| αιτιατική | την | εναέρια κυκλοφορία | ||
| κλητική | εναέρια κυκλοφορία | |||
| Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εναέρια κυκλοφορία < → δείτε τις λέξεις εναέριος και κυκλοφορία, απόδοση για την αγγλική air traffic• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.naˈe.ɾi.a ci.klo.foˈɾi.a/
Πολυλεκτικός όρος
εναέρια κυκλοφορία θηλυκό, μόνο στον ενικό
- (αεροπορικός όρος) η κίνηση των αεροσκαφών στον αέρα
- ※ Η παγκόσμια εναέρια κυκλοφορία δεν θα επιστρέψει στα επίπεδα που είχε προ της πανδημίας του νέου κορωνοϊού για τα επόμενα δύο με τρία χρόνια. (Δύο έως τρία χρόνια πριν επιστρέψει η εναέρια κυκλοφορία στα κανονικά της επίπεδα, naftemporiki.gr, 27 Απριλίου 2020)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.