ενάργεια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ενάργεια οι ενάργειες
      γενική της ενάργειας των εναργειών
    αιτιατική την ενάργεια τις ενάργειες
     κλητική ενάργεια ενάργειες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ενάργεια < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐνάργεια < ἐν + ἀργός (στιλπνός)

Ουσιαστικό

ενάργεια θηλυκό, μόνο στον ενικό

  1. η καθαρότητα, η συνοχή στη σκέψη
  2. η απόδοση μιας έννοιας ή η περιγραφή μιας κατάστασης με σαφή τρόπο

Συνώνυμα

  1. ευκρίνεια, διαύγεια
  2. σαφήνεια

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.