ενάργεια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ενάργεια | οι | ενάργειες |
| γενική | της | ενάργειας | των | εναργειών |
| αιτιατική | την | ενάργεια | τις | ενάργειες |
| κλητική | ενάργεια | ενάργειες | ||
| Συνήθως στον ενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ενάργεια < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐνάργεια < ἐν + ἀργός (στιλπνός)
Ουσιαστικό
ενάργεια θηλυκό, μόνο στον ενικό
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.