εμπρηστικά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
εμπρηστικά < εμπρηστικός + -ά
Μεταφράσεις
εμπρηστικά
|
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
εμπρηστικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του εμπρηστικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.