ἐμπίμπρημι
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ρήμα
ἐμπίμπρημι
- καίω, κατακαίω, παραδίδω κάτι (πχ κτήρια, πλοία κλπ) στη φωτιά
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 8 (Θ. Θεῶν ἀγορά. Κόλος μάχη.), στίχ. 183 (στίχοι 183-184) ὡς πυρὶ νῆας ἐνιπρήσω, κτείνω δὲ καὶ αὐτοὺς
Ἀργείους παρὰ νηυσὶν ἀτυζομένους ὑπὸ καπνοῦ.- Μετάφραση: Ιάκωβος Πολυλάς: «να καύσω τα καράβια τους κι εκείνους να φονεύσω, τους Αχαιούς κει που ο καπνός θα τους στενοχωρήσει» (greek-language.gr Ομήρου Ιλιάς. Έμμετρος μετάφρασις Ι. Πολυλά. Αθήνα: Εκδοτικός Οίκος Γεωργ. Ι. Βασιλείου, 1922)
- Μετάφραση: Ιωάννης Ζερβός: «φωτιά φέρτε εξολοθρεύτρα, ώστε εγώ να κάψω τα πλοία και να σκοτώσω εκείνους στα πλοία δίπλα, τους Αργείους, μέσα στον καπνό πνιγμένους» (Όμηρος, Ιλιάς, Ραψωδία Η-Μ, Εκδ. Οίκος Γεωργίου Δ. Φέξη, 1912)
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 8 (Θ. Θεῶν ἀγορά. Κόλος μάχη.), στίχ. 183 (στίχοι 183-184) ὡς πυρὶ νῆας ἐνιπρήσω, κτείνω δὲ καὶ αὐτοὺς
- (στη μέση φωνή) φλεγμαίνω
- (μεταφορικά) φλέγομαι π.χ. από θυμό
Σημειώσεις
- Στον Όμηρο απαντά ο τύπος παρατατικού ἐνέπρηθον (από ενεστώτα ἐμπρήθω).
- Σε μεταγενέστερους συγγραφείς απαντούν το απαρέμφατο ἐμπιπρᾶν και η μετοχή ἐμπιπρῶν (σαν να προέρχονται από ενεστώτα *ἐμπιπράω).
Συγγενικά
- ἔμπρησις
- ἐμπρησμός
- ἐμπρηστής
Πηγές
- ἐμπίμπρημι - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐμπίμπρημι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.