απέλαση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απέλαση οι απελάσεις
      γενική της απέλασης* των απελάσεων
    αιτιατική την απέλαση τις απελάσεις
     κλητική απέλαση απελάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, απελάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

απέλαση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀπέλα(σις) + -ση[1] < αρχαία ελληνική ἀπελαύνω < ἀπό + ἐλαύνω

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈpe.la.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: απέλαση

Ουσιαστικό

απέλαση θηλυκό

  • η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του απελαύνω, η εκδίωξη ενός ανεπίθυμητου ή δυνάμει επικίνδυνου αλλοδαπού από μία χώρα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.